- [τ]υπογράφος
- [τ]ῠπογράφος [pron. full] [ᾰ], ὁ, or [suff] τῠπ-ον, τό,A certified copy, -γράφου γαμικοῦ copy of marriage lines, Jahresh.18 Beibl.287 (Ephesus, i B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόγραφος — ὁ, Μ [ὑπογράφω] στον πληθ. οἱ ὑπόγραφοι πιθ. οι υπογεγραμμένοι, οι μάρτυρες … Dictionary of Greek